- θρέμμ'
- θρέμμα , θρέμμαnurslingneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συοθρέμμων — ὁ, ἡ, Α (για ζωοτροφή) αυτός που τρέφει, που παχαίνει τους χοίρους («μηδ αὐτὸς ἔδοι συοθρέμμονα φορβήν», Γρηγ.Ναζ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦς, συός «χοίρος» + θρέμμων (< τρέφω, πρβλ. θρέμμ α), πρβλ. ολβο θρέμμων, πελειο θρέμμων] … Dictionary of Greek
υποσπώ — άω, Α [σπάω / σπῶ] 1. αποσπώ, αφαιρώ κάτι από κάτω («ποίμνης νεογνὸν θρέμμ ὑποσπάσας», Ευρ.) 2. αποσύρω κάτι κρυφά 3. μέσ. ὑποσπῶμαι, άομαι αποσπώ κάτι και τό σύρω προς το μέρος μου … Dictionary of Greek